«Αφού είσαι δημοσιογράφος για πες μου, γιατί στον κόσμο παρουσιάζετε μια εικόνα άλλη απ’ την πραγματική; Υπάρχει ελπίδα; Θα σωθεί η πατρίδα; Εμένα αυτό με ενδιαφέρει»!
Του Μάρκου Μουζάκη
Ε, είναι κομμάτι περίεργο να βρίσκεσαι σε ένα μικρό όρμο, στο Βαθύ Γυθείου, να πηγαίνεις μετά το μπάνιο στο μικρό παραθαλάσσιο ταβερνάκι, την «Όστρια» για να παραγγείλεις μια μπύρα με μεζεδάκι και να δέχεσαι… επίθεση φιλίας αλλά κυρίως αγωνίας από ένα ταπεινό σερβιτόρο ο οποίος πάνω και πέρα απ’ όλα νιώθει περήφανος να δηλώνει «ΕΛΛΗΝΑΣ» και με κεφαλαία παρακαλώ!
Και να εκφράζει την αγωνία του για το αν τελικά θα σωθεί η δόλια πατρίδα, η δοκιμαζόμενη από μνημόνια, ανεργία, φτώχεια, κατοχή τροϊκανή, αλλά και από έλλειμμα πρωτοπόρων πνευματικών ανθρώπων, που θα σταθούν δίπλα στο λαό, λίγο το ‘χεις κι αυτό;
Μου διευκρινίζει κιόλας ο Στέφανος Τζανάκος, ότι «δε μιλώ από κάποια κομματική σκοπιά, σαν Έλληνας μιλώ κι οργίζομαι»…
Ήταν, μου λέει, ταξιτζής τα πέντε τελευταία χρόνια που ζούσε στην Αθήνα. «Μια μέρα, το 2009 μπήκε στο ταξί ένας ελληνοαμερικάνος και μου είπε χαρτί και καλαμάρι τα όσα θα ζούσαμε στο πολύ κοντινό μέλλον. Μου περιέγραψε μια κατάσταση ζοφερή, δεν ήθελα να το πιστέψω. Αλλά βλέπεις, είχε δίκιο».
Κι όταν άρχισε η κρίση να φαίνεται, αλλά «καμιά σχέση με όσα τελικά είδαμε», τη Λαμπρή του 2010, Μεγάλη Πέμπτη που κατέβαινα στη Μάνη, στο χωριό μου, άκουσα στο ράδιο του αυτοκινήτου το τραγούδι του Μίκη «Μη παρακαλώ σας μη τη λησμονάτε τη χώρα μου» κι έβαλα τα κλάματα! Η γυναίκα μου και τα παιδιά απόρησαν. Τους είπα, ως εδώ, επιστρέφω στο χωριό, τέλος η Αθήνα»!
Το ‘πε και το ‘κανε.
Και τώρα ζει στο χωριό, δουλεύει στο ταβερνάκι, καλλιεργεί και τα χωράφια. Και αγωνιά: «Θα σωθεί η πατρίδα; Τι να κάνουμε να σωθεί»;
Και λογίζεται ότι «τόσοι μας την έχουν στήσει, μας σκλάβωσαν. Θα τα αποτινάξουμε τα δεσμά»;
Και πάνω στην κουβέντα μου λέει: «Έχω γράψει κι ένα ποίημα, το μελοποίησα κιόλας, θέλεις να στο διαβάσω»;
Και μη μου πείτε, αγαπητοί φίλοι, ότι στίχοι σαν τους παρακάτω είναι απλοϊκοί, τετριμμένοι:
Μια χώρα που τους έδωσε
πολιτισμό και φώτα
μια χώρα που πολέμησε
του φασισμού την μπότα.
Τώρα την υποτάξανε,
την έχουν σκλαβωμένη,
ξεγέλασαν τους Έλληνες
κι είναι δυστυχισμένοι.
Κάντε κουράγιο Έλληνες,
κρατήστε την ελπίδα,
και να ‘στε πάντα σίγουροι
πως θα σωθεί η πατρίδα.
Λέω, μην πείτε, «σιγά τώρα, τι μας περιγράφεις».
Μην το πείτε.
Μένα μου φάνηκε, ότι αν τέτοιοι συνέλληνες υπάρχουν στα μικρά μέρη τούτου του ευλογημένου τόπου, ναι, τότε υπάρχει ελπίδα. Υπάρχουν σπίθες, που θα γενούν φωτιά, που θα βάλουν φωτιά στον κάμπο!
Όσο υπάρχουν ΕΛΛΗΝΕΣ! Γιομάτοι οργή, φλόγα, αγωνία, που νιώθουν «στα στήθια χαλασμό»!
newsbomb
Του Μάρκου Μουζάκη
Ε, είναι κομμάτι περίεργο να βρίσκεσαι σε ένα μικρό όρμο, στο Βαθύ Γυθείου, να πηγαίνεις μετά το μπάνιο στο μικρό παραθαλάσσιο ταβερνάκι, την «Όστρια» για να παραγγείλεις μια μπύρα με μεζεδάκι και να δέχεσαι… επίθεση φιλίας αλλά κυρίως αγωνίας από ένα ταπεινό σερβιτόρο ο οποίος πάνω και πέρα απ’ όλα νιώθει περήφανος να δηλώνει «ΕΛΛΗΝΑΣ» και με κεφαλαία παρακαλώ!
Και να εκφράζει την αγωνία του για το αν τελικά θα σωθεί η δόλια πατρίδα, η δοκιμαζόμενη από μνημόνια, ανεργία, φτώχεια, κατοχή τροϊκανή, αλλά και από έλλειμμα πρωτοπόρων πνευματικών ανθρώπων, που θα σταθούν δίπλα στο λαό, λίγο το ‘χεις κι αυτό;
Μου διευκρινίζει κιόλας ο Στέφανος Τζανάκος, ότι «δε μιλώ από κάποια κομματική σκοπιά, σαν Έλληνας μιλώ κι οργίζομαι»…
Ήταν, μου λέει, ταξιτζής τα πέντε τελευταία χρόνια που ζούσε στην Αθήνα. «Μια μέρα, το 2009 μπήκε στο ταξί ένας ελληνοαμερικάνος και μου είπε χαρτί και καλαμάρι τα όσα θα ζούσαμε στο πολύ κοντινό μέλλον. Μου περιέγραψε μια κατάσταση ζοφερή, δεν ήθελα να το πιστέψω. Αλλά βλέπεις, είχε δίκιο».
Κι όταν άρχισε η κρίση να φαίνεται, αλλά «καμιά σχέση με όσα τελικά είδαμε», τη Λαμπρή του 2010, Μεγάλη Πέμπτη που κατέβαινα στη Μάνη, στο χωριό μου, άκουσα στο ράδιο του αυτοκινήτου το τραγούδι του Μίκη «Μη παρακαλώ σας μη τη λησμονάτε τη χώρα μου» κι έβαλα τα κλάματα! Η γυναίκα μου και τα παιδιά απόρησαν. Τους είπα, ως εδώ, επιστρέφω στο χωριό, τέλος η Αθήνα»!
Το ‘πε και το ‘κανε.
Και τώρα ζει στο χωριό, δουλεύει στο ταβερνάκι, καλλιεργεί και τα χωράφια. Και αγωνιά: «Θα σωθεί η πατρίδα; Τι να κάνουμε να σωθεί»;
Και λογίζεται ότι «τόσοι μας την έχουν στήσει, μας σκλάβωσαν. Θα τα αποτινάξουμε τα δεσμά»;
Και πάνω στην κουβέντα μου λέει: «Έχω γράψει κι ένα ποίημα, το μελοποίησα κιόλας, θέλεις να στο διαβάσω»;
Και μη μου πείτε, αγαπητοί φίλοι, ότι στίχοι σαν τους παρακάτω είναι απλοϊκοί, τετριμμένοι:
Μια χώρα που τους έδωσε
πολιτισμό και φώτα
μια χώρα που πολέμησε
του φασισμού την μπότα.
Τώρα την υποτάξανε,
την έχουν σκλαβωμένη,
ξεγέλασαν τους Έλληνες
κι είναι δυστυχισμένοι.
Κάντε κουράγιο Έλληνες,
κρατήστε την ελπίδα,
και να ‘στε πάντα σίγουροι
πως θα σωθεί η πατρίδα.
Λέω, μην πείτε, «σιγά τώρα, τι μας περιγράφεις».
Μην το πείτε.
Μένα μου φάνηκε, ότι αν τέτοιοι συνέλληνες υπάρχουν στα μικρά μέρη τούτου του ευλογημένου τόπου, ναι, τότε υπάρχει ελπίδα. Υπάρχουν σπίθες, που θα γενούν φωτιά, που θα βάλουν φωτιά στον κάμπο!
Όσο υπάρχουν ΕΛΛΗΝΕΣ! Γιομάτοι οργή, φλόγα, αγωνία, που νιώθουν «στα στήθια χαλασμό»!
newsbomb