«Πέρασανε κυβερνήσεις και μεγάλες και μικρές
Μα καμιά δεν σε ρωτούσε: τι έχεις Δρόπολη που κλαις;»
Δημοτικό
Γεια και χαρά σου Δρόπολη, χαίρω τις ομορφιές σου,
Τον κάμπο, τις ραχούλες σου, τους λάκκους τις ετιές σου!
Γεια και χαρά, πατρίδα μου, λεβεντονιών γεννήτρα,
Δερόπολη της ομορφιάς, της γνώσης προξενήτρα.
Τον Καπετάνιο ζήλεψα, πήρα κι εγώ την πένα,
Και κάθομαι και προσπαθώ, για να υμνήσω εσένα.
Βάζω το κούτελο μπροστά, τραγούδι να σου γράψω,
Να θυμηθώ και να χαρώ, να δω και να μην κλάψω…
Πως μού’ ρχεται στο λογισμό ο Τάσης με το κάρο,
Όπου το παίζει ταξιτζής, με Marlboro τσιγάρο.
Σαν μέσα στα λιβάδια σου βοσκούσανε γομάρια,
Τώρα εμπόρους γέμισες, λεφτά, ευρώ, δολάρια.
Βεβαίως και το ξέχασες του Παύλου τα καμίνι,
Σε μάθαμε όμως να γυρνάς με μάξι και με μίνι.
Θυμάμαι πως μου το λεγε, η θεία μου η Δόξω,
«Θα’ρθει μια μέρα… θα τη δεις, με τα βυζιά απ’ όξω..»
Θυμάμαι και τη δίψα σου και το νερό στη στέρνα
Τώρα σ’ αναβαθμίσαμε σε κάναμε μοντέρνα…
Τι να τα κάνεις τα σκολειά που γέμιζαν παιδάκια ;!
Έχεις τις ταβερνούλες σου που ψήνουν παïδάκια.
Τις λίμνες τι τις ήθελες τους κάμπους με τα πράσα;!
Αφ’ έχεις τους παπάδες σου με γένια και με ράσα…
Κυκλοφορούν με Mercedes, ψέλνουν, κεριά ανάβουν,
Μέσα σε λίγο διάστημα δε θα’χουν ποιον να θάβουν,
Τα έργα τα ποτιστικά ; ! βλακείες του Ενβέρη,
Έχεις Ομόνοια ισχυρή, τον Τσίλη τιμονιέρη.
Τι να τα κάνεις τα βουνά τον καθαρό αέρα;
Δυο Βάγγους έχεις βουλευτές και υπουργό τον Ξέρρα.
Ο ένας δίπλα στο Σαλί, άλλος στο Ράμα πλάι,
Ο τρίτος βάζει στο καρφί, το πέταλο βαράει.
Σαν τα πουλιά του κόρακα, καθένας στη δουλειά του,
Στο σπίτι, στην παράταξη και στα συμφέροντα του.
Εις τα δικά σου πρωινά που ‘ναι μαγεία γλύκα
Φύλαξε τους πολιτικούς, μη τους βαρέσει η πίκα
Για σένα ξενυχτίζουνε βαράνε το κεφάλι
Κι αν τους μαζέψει ο Ξεριάς, η Βγιόσα θα τους βγάλει.
Σαν να μη έφταναν αυτοί, πλακώσανε κι οι άλλοι
Ποιον να πρώτο ψηφίσουμε;! το Νίκο ή το Μιχάλη;!
Έρχονται προεκλογικά, σε ψίλοαναστατώνουν
Σου κλέβουνε την ψήφο σου και πάλι σε μουντζώνουν.
Για σένα δήθεν νοιάζονται πρέσβεις, προξενητάδες
Για σένα το παλεύουνε, με ζήλο, οι κερατάδες…
Εσένα κοροϊδεύουνε, ή τα δικά τους χάλια;
Τι να τους πεις Δερόπολη;!... «πολιτικά κεφάλια…!»
Αν θέλεις αφουγκράσου τους, αν θέλεις βάλτους μπέσα
Την χώρα τους την κάνανε να… «χέσεις μ’ ίσια μέσα»
Κατάντησε η Ελλάδα μας για γέλιο και για κλάμα
Μας πήρανε ψιλό γαζί, η Μέρκελ κι ο Ομπάμα.
###
Γέμιζε ο κάμπος κάποτε αγόρια, κοριτσάκια,
Και τώρα μες τα δειλινά πλακώνουν τα κοράκια.
Πού ‘ναι τα παλικάρια σου, που πάνε οι κοπελίτσες;
Μέσα στις γης τα πέρατα, γίναν face-μπουκίτσες…
Που πήγανε οι νέες σου, οι μόσχο παινεμένες;
Σε ξένους τόπους τριγυρνούν, έρημες, πικραμένες.
Παλάτια καθαρίζουνε για πενταροδεκάρες,
Κι από συνεταιρίστριες γίνανε… γκομενάρες.
Που πήγαν οι δασκάλοι σου, που βγάλαν μαθητάδες;!
Έγιναν χτίστες, κηπουροί, τσιράκια, ποτιστάδες
Που είναι Δρόπολη αυτοί, π’ όλοι τους λέγαν «μπράβο!»
Έφυγαν, κι άφησαν εδώ, εμένα και τον Τσιάβο.
Άραγες δεν σε άκουσαν, ή μήπως δεν τους το ‘πες
Σπολάκι ο Γιάννης είναι εδώ, πού ‘φτιαχνε τσιαλακόπες
Και τώρα πλάθει σίδερα, λιάσσες κατασκευάζει
Για τάφους κάνει κάγκελα και κρυφαναστενάζει…
Καπνίζει το βαρύ στριφτό, ακούει τα χαμπέρια,
Κάθεται συλλογίζεται, παλιών καιρών λημέρια.
Έχει τον Κώτσιο δίπλα του, πίνουν τα τσίπουρά τους,
Είναι βαριά η μοναξιά στα μέρη τα δικά τους…
Είναι βαριά η μοναξιά, βαρύ το μοιρολόι
Που βγαίνει απ’ τα κατάβαθα και την ψυχή μας τρώει
Απλώνεται και χάνεται, μες στην πυκνή αντάρα…
Και κρύβουνε τα δάκρυα, Μουργκάνα και Στουγκάρα.
###
Δερόπολη πατρίδα μου χίλιοτραγουδημένη
Την ιστορία στην ποδιά την έχεις κεντημένη…
Κι όταν φυσήξει παγωνιά, όταν λυσσάξει η μπόρα,
Έχεις πρωτοπαλίκαρο τον Καπετάν Μαστόρα…
Που κουβεντιάζει στο Θεό, δαμάζει τους δαιμόνους,
Στιχώνει ποιήματα ηχηρά και σου τραβάει τους πόνους.
Έχεις τις γυναικούλες σου, κυρίες στην Αθήνα,
Σε παίρνουνε στο κινητό δυο τρεις φορές το μήνα.
«Στη Δρόπολη;! Τι λες καλέ ποιος θε να σπάει σβώλους;
Καλύτερα υπηρέτρια!... δεν πα’ να τρίβω κώλους!...»
Κράτα το μέτωπο ψηλά, έχεις δικό σου άστρο,
Το Μπότσολο στα Γιάννενα, Τσιούκλα και Τζιά στο Κάστρο.
Το Νάτσιο έχεις στα Τίρανα που’ ναι μεγάλη μάρκα
Μες ‘το Πανεπιστήμιο, το Γιάννη και το Μπάρκα.
Εκεί ψηλά στα Βρυσερά, το Μήτση απ’ το Ζερβάτι,
Που κολυμπάει αριστερά, δεξιά κλείνει το μάτι.
Σαν τύχει νύχτα να χαθείς, και θες να βρεις το μίτο
Στο Λόγγο ανηφόρησε, ψάξε το Λάκη Κίτο.
Διάβασε στον «Ελληνισμό», τι λένε οι μαστόροι
Γράφει στο πρωτοσέλιδο, του Γιώργου Μπότση η κόρη.
Εκεί ανοίγουν οι καρδιές και φτιάχνονται πορτρέτα,
Πυροβολάνε στο ψαχνό, κυρ Γιώργης και Λιωρέτα.
Αν έρθουν χρόνια δύσκολα, και δεν αντέχεις άλλο,
Σήκω και ρίξε μια κραυγή, ξύπνα το Σπύρο Κάλλο.
Κι αν δεις πως σκέφτεται κι αυτός, αν δεις που δε σου κάνει,
Να στείλεις τα παράπονα στο Θοδωρή Μπεζιάνη.
###
Κι ας μην μας πνίγει ο καημός, μας τρώει η απελπισία!
Τώρα μέσα στα Τίρανα χτίζεται εκκλησία,
Πήγαινε Δρόπολη και συ άναψε ‘να κεράκι,
Και πες το ντέρτι το βαρύ, τον πόνο, το μεράκι…
Φόρα τη μαύρη σου στολή, το μαύρο σου μαντήλι,
Στην ύστατή σου προσευχή, άναψε το καντήλι.
Το ξέρω πως δεν βλαστημάς, έχεις παιδιά στα ξένα,
Που σε πονούν, που σε ποθούν, τρελαίνονται για σένα…
Που σε κρατούν μες στην καρδιά, σε ντύνουνε νυφούλα,
Μες της ζωής τα βάσανα, σε κράζουνε, μανούλα!
Άνοιξε τις φτερούγες σου και σφικταγγάλιασέ τα,
Με τη μεγάλη σου καρδιά, μάνα συγχώρησέ τα.
Συγχώρησε τους πλουσίους, φτωχούς και φουκαράδες,
Σχώρνα και τους αμαρτωλούς, αλήτες, κερατάδες…
Μα μην ξεχνάς Δερόπολη, ως να χτυπά καμπάνα:
Φυλάξου από νιόπλουτο κι από παλιά πουτάνα!
Κι οταν γυρίσεις προς τα δω, στα νιάτα τα «χαμένα»
Καν’ το σταυρό κι άμα θες… συγχώρα με και μένα.
Αχιλλέας Γκάρος
ΙΩΑΝΝΙΝΑ ΜΑΡΤΙΟΣ 2010