Έλα κι εσύ στην παρέα μας. Κάνε like για να μαθαίνεις πρώτος όλα τα νέα!

25 Ιουνίου 2012

Συγκλονιστική ιστορία: Έκοψε το χέρι του για να ζήσει


Εκατόν είκοσι επτά ώρες κράτησε το µαρτύριό του. Εκατόν είκοσι επτά ώρες παγιδευµένος ανάµεσα σε δύο βράχους, έως ότου έκοψε το χέρι του για να ελευθερωθεί. Μια ιστορία που σοκάρει… 


Οπως όλες οι τραγικές ιστορίες, έτσι και η περιπέτεια του Αρον Ράλστον είναι γεµάτη από αντιθέσεις, συναισθήµατα που εναλλάσσονται από στιγµή σε στιγµή. Και στο τέλος, η κάθαρση.


Τύπος µοναχικός, ο Ράλστον είχε, κι έχει, πάθος µε την ορειβασία. Εναν χρόνο πριν από το ατύχηµα εγκατέλειψε την εταιρεία όπου δούλευε ως µηχανικός, για να εξερευνήσει τα βουνά του Κολοράντο. Τον Μάιο του 2003, σειρά είχε η Γιούτα. Εκείνη τη µοιραία µέρα, µόνος µέσα στο άγριο τοπίο, ο Ράλστον άκουγε την αγαπηµένη του µπάντα.
Κάποια στιγµή προσπάθησε να διασχίσει ένα άνοιγµα των βράχων – µήκους ενός µέτρου και βάθους τριών. «Ενιωθα τόσο ευτυχισµένος και τόσο ελεύθερος». Θα ήταν µία ακόµη συναρπαστική εµπειρία αν ένας ογκόλιθος – βάρους τουλάχιστον 350 κιλών – δεν έπεφτε πάνω στο δεξί του χέρι.
«Καθώς έπεφτα, κοίταξα επάνω και είδα τον βράχο να γλιστράει προς τα πάνω µου. Σήκωσα τα χέρια µου και προσπάθησα να σπρώξω το σώµα µου προς τα πίσω για να ξεφύγω, όµως ο βράχος µού πλάκωσε το χέρι».


Ο πόνος ήταν αφόρητος. «Φανταστείτε τον πόνο αν κατά λάθος χτυπήσετε το δάχτυλό σας στην πόρτα, και πολλαπλασιάστε τον επί εκατό. Για 45 λεπτά έβριζα σαν πειρατής», λέει στον Πάτρικ Μπάρκµαν από την «Γκάρντιαν». Κατάφερε να πιάσει ένα µπουκάλι µε νερό που είχε στην τσάντα του, αλλά ήξερε πως δεν έπρεπε να το πιει όλο. «Ηταν το µόνο που µπορούσε να µε κρατήσει ζωντανό. Το έκλεισα πάλι και προσπάθησα να συγκεντρωθώ».


Η πρώτη σκέψη ήταν η πιο δραστική λύση, η αυτοκτονία. Αµέσως όµως ήρθε και η εναλλακτική. «Είχα µια σουρεαλιστική συζήτηση µε τον εαυτό µου: “Αρον, πρέπει να κόψεις το χέρι σου”. “Μα δεν θέλω να το κόψω!”. Τρεις – τέσσερις ερωταποκρίσεις και σταµάτησα. ∆εν µπορούσα να µιλάω στον εαυτό µου – εκτός αν συνέχιζα για να µη λιποθυµήσω».


Μέσα σε µια στιγµή βρέθηκε σχεδόν θαµµένος κάτω από τους βράχους. Μαζί του δεν είχε παρά ένα µικρό σακίδιο µετα απολύτως, για εκείνον, απαραίτητα: ένα µπουκάλινερό, δύο µπουρίτος, µερικά κοµµάτια σοκολάτας κι ένα µικρό πολυεργαλείο. Είχε ακόµη ακουστικά και µία κάµερα, όχι όµως κινητό – άλλωστε δεν υπάρχει σήµα στην ερηµιά. Είχε επίσης πίστη… στην αυτοσυγκέντρωση και τη λογική του. Οµως η λύτρωση ήρθε έπειτα από µια έκρηξη οργής: δεν υπήρχε άλλη λύση από το να κόψει το χέρι του µε το µαχαίρι τού πολυεργαλείου – το οποίο δεν ήταν καν αρκετά αιχµηρό.
Το έµπηξε στο δέρµα του αλλά µόλις έφθασε στο οστό, ο Ράλστον ήξερε ότι δεν θα ήταν εύκολη η ανατριχιαστική επιχείρηση που θα του χάριζε τη ζωή. Συνέχιζε να σκαλίζει το µαχαίρι κι εκείνο γλιστρούσε στη σάρκα του «όπως στο µαλακό βούτυρο».

You-Tube