Στις 30 Ιουνίου 1908 μια τεράστια έκρηξη κατέστρεψε μια περιοχή της Σιβηρίας μεγάλη όσο περίπου η Αττική. Σήμερα, ύστερα από 100 χρόνια, γνωρίζουμε ότι η έκρηξη προκλήθηκε από τη σύγκρουση της Γης με έναν αστεροειδή διαμέτρου μόλις 50 μέτρων. Στο πρόσφατο διεθνές συνέδριο που διοργανώθηκε στο Λιτόχωρο προς τιμήν του ομότιμου καθηγητή της Ουράνιας Μηχανικής του ΑΠΘ Ιωάννη Χατζηδημητρίου, ο ιταλός αστρονόμος Αντρέα Μιλάνι, ο επιστήμονας που έλυσε το πρόβλημα του υπολογισμού της πιθανότητας σύγκρουσης ενός αστεροειδούς με τη Γη, παρουσίασε τη σημερινή αντίληψη σχετικά με το πώς ακριβώς συνέβη αυτό το γεγονός.
Η μυστηριώδης έκρηξη
Για πολλά χρόνια η φύση, αυτή καθεαυτή, της έκρηξης στον ποταμό Ποντκάμεναγια Τουνγκούσκα της Βόρειας Σιβηρίας αποτελούσε ένα μυστήριο. Η έκρηξη είχε γίνει αισθητή σε απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων, αλλά το επίκεντρό της ήταν σε μια εξαιρετικά δυσπρόσιτη περιοχή, οπότε χρειάστηκαν 20 χρόνια για να οργανωθεί η πρώτη επιστημονική αποστολή εκεί.
Οι επιστήμονες δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν κάποιον κρατήρα, αλλά από την κατεύθυνση που είχαν οι πεσμένοι κορμοί των δέντρων ήταν φανερό ότι η έκρηξη προήλθε από την πτώση ενός σώματος εξωγήινης προέλευσης το οποίο, όπως υπολογίστηκε αργότερα, προσέκρουσε στη Γη από τα νοτιοανατολικά, με ταχύτητα 11 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία υπολογίστηκε στη συνέχεια η τροχιά του σώματος, η οποία έδειχνε ότι επρόκειτο για αστεροειδή, γεγονός σύμφωνο και με τη χημική ανάλυση των υπολειμμάτων που βρέθηκαν στο έδαφος.
Το γεγονός ότι δεν βρέθηκε κρατήρας έγινε κατανοητό μόλις πρόσφατα, οπότε ανακαλύφθηκε ότι σε μεγάλο ποσοστό οι αστεροειδείς δεν είναι συμπαγείς, όπως ένας βράχος, αλλά αποτελούνται από έναν σωρό σκόνης και μικρών λίθων που συγκρατούνται μεταξύ τους μόνο με τη βαρυτική τους έλξη.
Ενα τέτοιο σώμα έχει πυκνότητα όση το νερό και είναι δυνατόν να διαλυθεί εντελώς κατά την είσοδό του στην ατμόσφαιρα, εξαιτίας της θέρμανσής του λόγω τριβής. Ετσι τελικά δεν φθάνει στο έδαφος κανένα στερεό υπόλειμμα, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται κρατήρας. Τέλος, από το μέγεθος και το σχήμα της κατεστραμμένης περιοχής μπορούμε να υπολογίσουμε ότι η ενέργεια της έκρηξης ισοδυναμούσε με 1.000 βόμβες Χιροσίμας και ότι η διάμετρος του «βλήματος» ήταν 50 μέτρα.
Από τη γεωλογική ιστορία της Γης γνωρίζουμε ότι συγκρούσεις με αστεροειδείς αυτού του μεγέθους δεν είναι καθόλου σπάνιες, αφού συμβαίνουν κάθε 300 χρόνια. Είναι άραγε δυνατόν να προβλέψουμε αυτές τις «κοσμικές» συγκρούσεις, έτσι ώστε να πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα για να τις αποφύγουμε ή, έστω, να περιορίσουμε τις συνέπειες;
πηγη